τρόχισμα

τρόχισμα
τό
1) точка, оттачивание; 2) перен. упражнение, тренировка (в чём-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τρόχισμα" в других словарях:

  • τρόχισμα — το, ατος 1. ακόνισμα. 2. μτφ., εξάσκηση για απόκτηση ικανότητας, η ευστροφία, η ικανότητα: Η αριθμητική είναι τρόχισμα του νου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρόχισμα — και τρούχισμα, το, Ν [τροχίζω / τρουχίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροχίζω, ακόνισμα 2. καθαρισμός και λείανση δοντιού με τον τροχό 3. μτφ. εξάσκηση για την απόκτηση επιδεξιότητας …   Dictionary of Greek

  • ακόνισμα — το [ακονίζω] όξυνση τής κόψης αιχμηρού αντικειμένου με την ακόνη, το τρόχισμα …   Dictionary of Greek

  • αποτροχίζω — τελειώνω το τρόχισμα …   Dictionary of Greek

  • παράθηξις — ἡ, Α [παραθήγω] 1. ακόνισμα, τρόχισμα 2. μτφ. παρόρμηση …   Dictionary of Greek

  • σμυριδοτροχός — Εργαλείο κατεργασίας μετάλλων, ξύλων, μάρμαρων, πολύτιμων λίθων, κλπ. για τον τεμαχισμό, άλεσμα, λείανση και ακόνισμά τους. Ο συνηθισμένος τύπος του είναι ένας δίσκος κυλινδρικού ή κωνικού σχήματος, κατασκευασμένος από κόκκους πολύ σκληρών υλικών …   Dictionary of Greek

  • σμυριδόπετρα — η, Ν τεχνολ. επίπεδη κυκλική πέτρα από φυσικό ψαμμίτη η οποία περιστρέφεται γύρω από άξονα και χρησιμοποιείται για το τρόχισμα εργαλείων, για τη διαμόρφωση επιφανειών και τη λείανση αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • τροχιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιστή ή στο τρόχισμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τροχιστικά η αμοιβή τού τροχιστή, τα έξοδα τού τροχίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού… …   Dictionary of Greek

  • τρόχιση — η, Ν το τρόχισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τρόχισις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • όξυσμα — ὄξυσμα, τὸ (Α) [οξύνω] επιγρ. στον πληθ. τὰ ὀξύσματα το τρόχισμα τών εργαλείων …   Dictionary of Greek

  • ακόνι ή ακονόπετρα — Σκληρή πέτρα, φυσική ή τεχνητή, που χρησιμεύει για το τρόχισμα διαφόρων μεταλλικών εργαλείων. Κατασκευάζεται συνήθως από σμύριδα ή από τεχνητές ύλες όπως το τεχνητό κορούνδιο και το ανθρακοπυρίτιο. Τα υλικά αυτά, κονιορτοποιημένα, ρίχνονται μέσα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»